- ζευγαρίου
- ζευγάριονa puny pairneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Μουσείο Μπενάκη — Το Μ.Μ. μετά από εργασίες που διήρκεσαν επτά περίπου χρόνια, άνοιξε τις πόρτες του στο κοινό στις 7 Iουνίου 2000. Tο στεγασμένο σε ένα από τα επιβλητικότερα νεοκλασικά κτίρια της Aθήνας (Κουμπάρη 1) μουσείο ιδρύθηκε από τον ευπατρίδη Aντώνη… … Dictionary of Greek
Ρουμανία — Κράτος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Ουκρανία, στα Δ με την Ουγγαρία και τη Σερβία, στα Ν με τη Βουλγαρία, ενώ στα Α βρέχεται από τη Μαύρη Θάλασσα.H Pουμανία ανήκει στην παραδουνάβια Eυρώπη κι εισχωρεί σαν σφήνα στο σλαβικό… … Dictionary of Greek
αβλόγητος — και ανεβλόγητος, η, ο 1. αυτός που δεν ευλογήθηκε από ιερέα 2. η εκκλησία που μέχρι τώρα δεν εγκαινιάστηκε 3. η παράνομη συμβίωση ζευγαριού, χωρίς γάμο ευλογημένο από την Εκκλησία. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + βλογώ < ευλογώ] … Dictionary of Greek
αδαμάντινος — η, ο (Α ἀδαμάντινος, ίνη, ινον) [ἀδάμας] νεοελλ. 1. ο κατασκευασμένος από αδάμαντα ή ο στολισμένος με διαμάντια, διαμαντένιος 2. ο σκληρός, στερεός ή διαυγής σαν διαμάντι 3. φρ. «αδαμάντινοι γάμοι», η εξηκοστή επέτειος τών γάμων ενός ζευγαριού… … Dictionary of Greek
απήνη — Είδος αρχαίας άμαξας. Τη χρησιμοποιούσαν για να μεταφέρουν διάφορα φορτία ή και ανθρώπους και την έσερναν άλογα, μουλάρια ή ακόμη και βόδια. Αργότερα, α. έλεγαν οποιοδήποτε είδος άμαξας ή άρματος. Με α. διοργανώνονταν επίσης και αρματηλασίες και… … Dictionary of Greek
ιδιογάμια — ιδιογάμια, τά (Α) ο γάμος ενός ζευγαριού, η μονογαμική σχέση σε αντιδιαστολή με τον ελεύθερο έρωτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + γαμια (< γάμιος < γάμος), πρβλ. θεο γάμια] … Dictionary of Greek
μάντις — Έντομο της οικογένειας των μαντιδών, της τάξης των δικτυοπτέρων. Η επιστημονική της ονομασία είναι Μantis religiosa και αποτελεί τον μοναδικό αντιπρόσωπο του γένους Mantis. Έχει λεπτό σώμα πράσινου ή καφεκίτρινου χρώματος και μήκους 5 7 εκ., με… … Dictionary of Greek
σεξολογία — Κλάδος επιστημονικών ερευνών που ασχολείται με τα σεξουαλικά προβλήματα. Λέγεται και σεξουαλισμός, από τη λατινική λέξη sexualismus (γενετήσια ορμή). Τα αρχαιότερα μυθολογικά συστήματα, όπως τα κείμενα για τον έρωτα Κάμα Σούτρα, Κλωνάρια… … Dictionary of Greek
χυτρίνος — και κυθρῑνος, ὁ, ΜΑ μσν. κοιλότητα σε περιστερώνα, φωλιά ζευγαριού περιστεριών αρχ. 1. βαθύ κοίλωμα σε κοίτη ποταμού ή σε βυθό έλους 2. βαθιά οπή στο έδαφος από την οποία αναβλύζει νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χύτρος / κύθρος + επίθημα ῖνος (πρβλ. ἐλεγξ… … Dictionary of Greek